ἀποστολή

ἀποστολή
ἀποστολή, ῆς, ἡ (s. ἀποστέλλω; Eur., Thu., et al. in var. mngs.; Diod S 36, 1 [ἀ. στρατιωτῶν=‘sending out’ of troops]; ins, pap, LXX; TestNapht 2:1; EpArist 15; Jos., Ant. 20, 50, Vi. 268) in our lit. only of God’s elite emissaries for the Christian message office of a special emissary, apostleship, office of an apostle, assignment w. διακονία Ac 1:25. Used esp. by Paul to designate his position: ἡ σφραγίς μου τ. ἀποστολῆς the seal (official confirmation) of my apostleship 1 Cor 9:2. ἐνεργεῖν τινι εἰς ἀ. make someone capable of being an apostle Gal 2:8. λαμβάνειν ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως receive apostleship, to bring about obedience that is consonant with faith Ro 1:5.—DELG s.v. στέλλω A. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποστολή — sending off fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποστολή — η 1. το να στέλνει κανείς κάτι: H πρώτη αποστολή τσιμέντων έφτασε στον προορισμό της. 2. αυτό που στέλνεται: Παραλάβαμε και τη δεύτερη αποστολή τηλεοράσεων. 3. έκτακτο έργο που ορισμένοι αναλαμβάνουν ή τους το αναθέτουν: Εμπορική αποστολή έφυγε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστολή — η (ΑΜ ἀποστολή) [αποστέλλω] το να αποστέλλει κανείς κάτι νεοελλ. 1. σπουδαίο έργο προς εκτέλεση, σκοπός της ζωής, προορισμός 2. ομάδα προσώπων που στέλνονται κάπου για ορισμένο σκοπό, αντιπροσωπεία 3. χώρος ή κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη η… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστολῇ — ἀποστολῆι , ἀποστολεύς one who dispatches masc dat sg (epic ionic) ἀποστολή sending off fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • ἀποστολαῖς — ἀποστολή sending off fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολαῖσιν — ἀποστολή sending off fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολαί — ἀποστολή sending off fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολήν — ἀποστολή sending off fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστολῶν — ἀποστολή sending off fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”